ημιεπεξεργαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημιεπεξεργαστής < ημι- + επεξεργαστής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semiprocessor)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημιεπεξεργαστής αρσενικό
- (υλικό υπολογιστή) τύπος επεξεργαστή που χρησιμοποιείται σε υπολογιστικά συστήματα ή άλλες συσκευές
- ※ Η τελευταία είναι η μεγαλύτερη κατασκευάστρια τηλεοράσεων, έξυπνων κινητών και ημιεπεξεργαστών στον κόσμο και αντιστοιχεί στο 70% των εσόδων του ομίλου. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημιεπεξεργαστής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υλικό υπολογιστή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)