ημιλογαριθμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημιλογαριθμικός < ημι- + λογαριθμικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semilog)
Επίθετο[επεξεργασία]
ημιλογαριθμικός
- που αφορά κάτι (π.χ. χαρτί) που κατά το ήμισυ χρησιμοποιείται για λογαριθμικές πράξεις ή παραστάσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ήμισυς και λογάριθμος