ηχογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηχογράφος < ηχογραφώ + -ος / -γράφος (αναδρομικός σχηματισμός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.xoˈɣɾa.fos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηχογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- μηχάνημα ή λογισμικό που κάνει ηχογραφήσεις
- (καταχρηστικά) ηχολήπτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηχογράφος