θάλαμος αποσυμπίεσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη θάλαμος και αποσυμπίεση
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
θάλαμος αποσυμπίεσης αρσενικό
- ειδικός θάλαμος ή χώρος όπου γίνεται η αποσυμπίεση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θάλαμος αποσυμπίεσης