θέρμανση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θέρμανση | οι | θερμάνσεις |
γενική | της | θέρμανσης* | των | θερμάνσεων |
αιτιατική | τη | θέρμανση | τις | θερμάνσεις |
κλητική | θέρμανση | θερμάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θέρμανση < αρχαία ελληνική θέρμανσις < θερμαίνω < θερμός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈθeɾ.man.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θέρμανση θηλυκό
- η ενέργεια του θερμαίνω
- οι ηλιακοί συλλέκτες χρησιμεύουν στη θέρμανση του νερού χρήσης (εφημερίδα "Καθημερινή", 8 Νοεμβρίου 2003)
- συσκευή ή σύστημα που θερμαίνει ένα χώρο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- κεντρική θέρμανση
- πετρέλαιο θέρμανσης