θέτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
θέτε
- β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος θέτω
- σε ερώτηση ή άρνηση: β' πληθυντικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος θέλω (με υποχώρηση της συλλαβής λε στη δημώδη και νησιωτική διάλεκτο)
- "...μια λεμονάδα, μιά πορτοκαλάδα, μια σόδα... Τί θέτε;" (κινηματογραφική ατάκα)
- "τέλος πάντων δεν μου λέτε, / θέτε με ή δεν με θέτε;" (στίχος νησιώτικου τραγουδιού)