θέτω ἐπί τάπητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θέτω ἐπὶ (τοῦ) τάπητος < θέτω + ἐπί + τοῦ + τάπητος (πάνω στον τάπητα, στο χαλί) → δείτε θέτω επί τάπητος
Έκφραση[επεξεργασία]
θέτω ἐπὶ (τοῦ) τάπητος
- (καθαρεύουσα) → δείτε θέτω επί τάπητος
- ※ Πρὸς λύσιν τοῦ προβλήματος τούτου ἀπείρους προτάσεις διετύπωσεν ἡ ἐπιστήμη, ματαίας δ’ ἀποπείρας ἐποιήσαντο αἱ πλεῖσται τῶν κυβερνήσεων ἐν αἱς χώραις τὸ πρόβλημα τοῦτο ἐτέθη ἐπὶ τοῦ τάπητος τῆς δημοσίας συζητήσεως καὶ ἐνεργείας.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θέτω ἐπὶ (τοῦ) τάπητος
→ δείτε θέτω επί τάπητος |