θήλασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θήλασμα < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θηλάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θήλασμα ουδέτερο
- η ενέργεια του ρήματος θηλάζω
- ※ Το μωρό μετά το θήλασμα είχε αποκοιμηθεί στον κόρφο της, αλλά συνέχιζε να το φιλάει και να το ταχταρίζει. (Σωτήρης Δημητρίου Αγριοκερασιά [διήγημα])
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θήλασμα
|