θαλάσσερμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θαλάσσερμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) θαλασσινό νερό που γεμίζει δεξαμενές ενός πλοίου ή υποβρυχίου προκειμένου να επιτευχθεί η σταθερότητα του πλοίου ή η κατάδυση του υποβρυχίου.
- η δεξαμενή την οποία γεμίζει το προαναφερθέν νερό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θαλάσσερμα
|