θαλαμίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θαλαμίσκος < υποκοριστικό του θάλαμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θαλαμίσκος αρσενικό
- μικρών διαστάσεων θάλαμος εξερευνητικού σκάφους (π.χ. διαστημοπλοίου)