θαλασσοδάνειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θαλασσοδάνειο < θάλασσα + -ο- + δάνειο (από την κακή συμπεριφορά ορισμένων εφοπλιστών να δανείζονται και να χρησιμοποιούν μικρό, μόνο, μέρος των χρημάτων για την αγορά πλοίων τα οποία παροπλίζονταν ή ναυαγούσαν με αποτέλεσμα να μην επιστρέφουν τα χρήματα στον δανειοδότη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θαλασσοδάνειο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) το ναυτοδάνειο, δάνειο προς ναυτιλιακή εταιρεία
- (μεταφορικά) (ειρωνικό) δάνειο που, για διάφορους λόγους, δεν πρόκειται να επιστραφεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θαλασσοδάνειο
|