θαλλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θαλλός < αρχαία ελληνική θαλλός < θάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θαλλός αρσενικό
- νέο, τρυφερό (άρα πράσινο) κλαδάκι, βλαστάρι
- νηματώδης δομή των μανιταριών που εξασφαλίζει τη θρέψη από τα θρεπτικά συστατικά που παρέχει το υπόστρωμα πάνω στο οποίο αναπτύσσονται
- κλάδος ελιάς που έφεραν οι ικέτες στους νούς της αρχαίας Ελλάδας, αλλά και στεφάνι ελιάς