θαμπωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θαμπωτικός < θαμπ(ώνω) + -τικός, μεταφορά στη δημοτική του < μβ > σε < μπ > από ρίζα θαμβω-[1] < (ελληνιστική κοινή) θαμβόω (Δείτε θαμπώνω, θάμβος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θam.bo.tiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
θαμπωτικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που θαμπώνει κάτι, που το κάνει θαμπό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εκθαμβωτικός
- και → δείτε τις λέξεις θαμπός και θάμβος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θαμπωτικός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ θαμπωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας