θαυματοποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θαυματοποιία < αρχαία ελληνική θαυματοποιία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θav.ma.to.piˈi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θαυματοποιία θηλυκό
- η τέχνη και οι ενέργειες του θαυματοποιού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θαυματοποιία
|