θεμελιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεμελιακός < (ελληνιστική κοινή) θεμελιακός < θεμέλιον + -ακός < τίθημι
Επίθετο[επεξεργασία]
θεμελιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τα θεμέλια ή αναφέρεται σ' αυτά
- που είναι βασικός και σημαντικός
- ≈ συνώνυμα:: θεμελιώδης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχετικός με τα θεμέλια
θεμελιώδης
|