θεοκατάρατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεοκατάρατος < θεός + κατάρα/καταριέμαι + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
θεοκατάρατος, -η, -ο
- (μειωτικό) που τον έχει καταραστεί ο θεός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεοκατάρατος
|