θεολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θe.o.loˈɣo/
Ρήμα[επεξεργασία]
θεολογώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεολογώ
|