θεουργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θεουργός | οι | θεουργοί |
γενική | του | θεουργού | των | θεουργών |
αιτιατική | τον | θεουργό | τους | θεουργούς |
κλητική | θεουργέ | θεουργοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεουργός < ελληνιστική κοινή θεουργός < αρχαία ελληνική θεός + ἔργον
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεουργός αρσενικό ή θηλυκό
- που συμμετέχει σε θεουργία, που επικαλείται τελετουργικά τη δράση ενός ή περισσοτέρων θεών, με ειδικότερο σκοπό την ένωση με το θείο και την τελειοποίηση του ατόμου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- θεουργία
- θεουργικός
- → δείτε τις λέξεις θεός και έργο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)