θερίστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θερίστρα | οι | θερίστρες |
γενική | της | θερίστρας | των | (θεριστρών) |
αιτιατική | τη | θερίστρα | τις | θερίστρες |
κλητική | θερίστρα | θερίστρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θερίστρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη θεριστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θερίστρα
|