θεριστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | θεριστικά | ||
γενική | των | θεριστικών | ||
αιτιατική | τα | θεριστικά | ||
κλητική | θεριστικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
θεριστικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θεριστικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεριστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) τα έξοδα ή η αμοιβή για τον θερισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεριστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
θεριστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θεριστικό