θερμομόρφωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θερμομόρφωση | οι | θερμομορφώσεις |
γενική | της | θερμομόρφωσης* | των | θερμομορφώσεων |
αιτιατική | τη | θερμομόρφωση | τις | θερμομορφώσεις |
κλητική | θερμομόρφωση | θερμομορφώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμομορφώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμομόρφωση < θερμο- + μόρφωση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική thermoforming
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμομόρφωση θηλυκό
- τεχνική και διαδικασία μετατροπής, με τη συνδρομή της θερμότητας, ενός φύλλου πλαστικού σε διάφορα σχήματα που θέλουμε να του δώσουμε
- (βοτανική) η διαμόρφωση κάποιων χαρακτηριστικών των φυτών εξαιτίας της (υψηλής ή χαμηλής) θερμοκρασίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμομόρφωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα θερμο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)