θερμοπεριοδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοπεριοδισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermoperiodisme < αρχαία ελληνική θερμός + περίοδος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμοπεριοδισμός αρσενικό
- (βοτανική) η ευαισθησία και βιοχημική ανταπόκριση που επιδεικνύουν τα φυτά στις θερμοκρασιακές μεταβολές
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοπεριοδισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)