θερμοτροπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοτροπικός < θερμοτροπισμός + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
θερμοτροπικός
- (βοτανική) που έχει σχέση με τον θερμοτροπισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη θερμοτροπισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοτροπικός