θησαυροφυλάκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θησαυροφυλάκιο < (ελληνιστική κοινή) θησαυροφυλάκιον < αρχαία ελληνική θησαυρός + φυλάσσω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θησαυροφυλάκιο ουδέτερο
- το μέρος όπου φυλάσσονται θησαυροί