θολώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θολώνω < αρχαία ελληνική θολόω-θολῶ
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
θολώνω , πρτ.: θόλωνα, στ.μέλλ.: θα θολώσω, αόρ.: θόλωσα, μτχ.π.π.: θολωμένος
- (μεταβατικό) κάνω κάτι θολό, μειώνω την ευκρίνεια της εικόνας του
- (αμετάβατο) γίνομαι θολός, η εικόνα μου δεν έχει ικανοποιητική ευκρίνεια
- η εικόνα στην τηλεόραση θολώνει, η συσκευή χρειάζεται μάλλον επισκευή
- (μεταβατικό, για υγρά) κάνω ένα διάλυμα να χάσει τη διαύγειά του
- (αμετάβατο, για υγρά) χάνω τη διαύγειά μου εξαιτίας προσμείξεων
- (μεταβατικό, μεταφορικά) στερώ την πνευματική διαύγεια
- αυτό το περιστατικό μου θόλωσε το μυαλό
- (αμετάβατο, μεταφορικά') χάνω την πνευματική μου διαύγεια από κούραση ή έντονα συναισθήματα
- θόλωσε το μυαλό μου από το θυμό και δεν ήξερα τι έκανα