θρησκευτικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]

θρησκευτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θρησκευτικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θρησκευτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • το σχολικό μάθημα που αποσκοπεί στην ενημέρωση των μαθητών σχετικά με τις θρησκείες γενικά και ιδιαίτερα τη θρησκεία στην οποία πιστεύουν

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

θρησκευτικά < θρησκευτικός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

θρησκευτικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

θρησκευτικά