θρησκόληπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θɾiˈsko.li.ptos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /θɾiˈsko.li.pti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /θɾiˈsko.li.pto/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]θρησκόληπτος, -η, -ο
- που διακατέχεται από υπερβολική και απλοϊκή αφοσίωση στη θρησκεία και σε θρησκευτικές αντιλήψεις και εξετάζει το καθετί μέσα από το πρίσμα της θρησκείας