θρόνιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ θρόνιον τὰ θρόνι
      γενική τοῦ θρονίου τῶν θρονίων
      δοτική τῷ θρονί τοῖς θρονίοις
    αιτιατική τὸ θρόνιον τὰ θρόνι
     κλητική ! θρόνιον θρόνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θρονίω
γεν-δοτ τοῖν  θρονίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θρόνιον < αρχαία ελληνική θρόνος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θρόνιον ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]