θυγατρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυγατρικός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fille < αρχαία ελληνική θυγάτηρ + -ικός
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1858
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θi.ɣa.tɾiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /θi.ɣa.tɾiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /θi.ɣa.tɾiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
θυγατρικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την κόρη, την θυγατέρα
- που έχει δημιουργηθεί από κάποιον άλλον φορέα και διευθύνεται από αυτόν, αν και συνιστά ξεχωριστό νομικό πρόσωπο
- θυγατρική εταιρεία
- (βιολογία) ένα από τα δύο κύτταρα που προκύπτουν από τη διαδικασία διαίρεσης του μητρικού κυττάρου στην αντιγραφή του DNA
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) βλ. θυγατρική κλάση
- (βάσεις δεδομένων) βλ. θυγατρικός πίνακας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
- Βάσεις δεδομένων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)