θυροκόλληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θυροκόλληση | οι | θυροκολλήσεις |
γενική | της | θυροκόλλησης* | των | θυροκολλήσεων |
αιτιατική | τη | θυροκόλληση | τις | θυροκολλήσεις |
κλητική | θυροκόλληση | θυροκολλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θυροκολλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυροκόλληση < θυροκολλώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θυροκόλληση θηλυκό
- η ενέργεια του θυροκολλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θυροκόλληση
|