θωρηκτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θωρηκτό | τα | θωρηκτά |
γενική | του | θωρηκτού | των | θωρηκτών |
αιτιατική | το | θωρηκτό | τα | θωρηκτά |
κλητική | θωρηκτό | θωρηκτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θωρηκτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θωρηκτός < αρχαία ελληνική θωρήσσω (θωρακίζω) < θώραξ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cuirassé)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θωρηκτό ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, στρατιωτικός όρος) είδος μεγάλου πολεμικού πλοίου που φέρει βαριά θωράκιση και όπλα μεγάλου διαμετρήματος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη θώρακας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θωρηκτό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)