ιέρεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιέρεια | οι | ιέρειες |
γενική | της | ιέρειας | των | ιερειών |
αιτιατική | την | ιέρεια | τις | ιέρειες |
κλητική | ιέρεια | ιέρειες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιέρεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱέρεια, θηλυκό του ἱερεύς[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈe.ɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐έ‐ρει‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιέρεια θηλυκό
- γυναίκα με ιερατικά καθήκοντα
- (μεταφορικά) γυναίκα αφοσιωμένη σε μια τέχνη (πχ μουσική, χορός)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ιέρεια της Αφροδίτης' : ιερόδουλος
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ιέρεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)