ιαγουάρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιαγουάρος οι ιαγουάροι
      γενική του ιαγουάρου των ιαγουάρων
    αιτιατική τον ιαγουάρο τους ιαγουάρους
     κλητική ιαγουάρε ιαγουάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας ιαγουάρος.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιαγουάρος < πορτογαλική jaguar < τούπι yaguara (σκύλος, θηρίο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ιαγουάρος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]