ιατρικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιατρικώς < ελληνιστική κοινή ἰατρικῶς < αρχαία ελληνική ἰατρικός < ἰατρός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ιατρικώς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιατρικώς
|