ιατροδικαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιατροδικαστικός < ιατροδικαστής + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ιατροδικαστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με ιατροδικαστή ή αναφέρεται σ’ αυτόν