ιατροτεχνολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιατροτεχνολογικός < ιατρός + -ο- + τεχνολογικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ιατροτεχνολογικός
- (ιατρική) που αφορά προϊόν τεχνολογίας που χρησιμοποιείται από την ιατρική και τους γιατρούς
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις γιατρός και τεχνολογία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιατροτεχνολογικός
|