ιδιοσκεύασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδιοσκεύασμα ουδέτερο
- (φαρμακευτική) φάρμακο με ειδική ονομασία που διατίθεται συσκευασμένο εκ των προτέρων σε ιδιαίτερη συσκευασία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιοσκεύασμα