ιδιοσύστατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιοσύστατος < ιδιοσυστα(σία) + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ði.oˈsi.sta.tos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ιδιοσύστατος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ιδιοσυστατικός
- → δείτε τις λέξεις ιδιοσυστασία, ίδιος, συστήνω και στήνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιοσύστατος
|