ιδιοχρησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιοχρησία < ιδιο- + χρῆσις < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Selbstgebrauch
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ði.o.xɾiˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δι‐ο‐χρη‐σί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδιοχρησία θηλυκό
- η αποκλειστική χρήση ενός πράγματος που αποτελεί περιουσιακό στοιχείο από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη του
- (νομικός όρος) το δικαίωμα που έχει ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου να λύσει το ενοικιαστήριο συμβόλαιο με τον ενοικιαστή του, προκειμένου να κατοικήσει στο ακίνητο ο ίδιος ή το παιδί του
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιοχρησία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ιδιο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)