ιεραρχικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ιεραρχικά < ιεραρχικός +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ιεραρχικά

  1. όσον αφορά μια συγκεκριμένη ιεραρχία
    είναι ιεραρχικά ανώτερός μου
  2. ακολουθώντας μια συγκεκριμένη ιεραρχία ή ιεράρχηση
    οι στόχοι μας είναι ιεραρχικά οι ακόλουθοι: ...

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ιεραρχικά