ιερό οστό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ιερό οστό.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιερό οστό τα ιερά οστά
      γενική του ιερού οστού των ιερών οστών
    αιτιατική το ιερό οστό τα ιερά οστά
     κλητική ιερό οστό ιερά οστά
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιερό οστό < ελληνιστική κοινή ἱερόν ὀστέον / ὀστοῦν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ιερό οστό ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]