ικεμπάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ικεμπάνα < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 生け花 (いけばな, ikebana)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ικεμπάνα θηλυκό
- η ιαπωνική τέχνη της ανθοδετικής, της δημιουργίας συνθέσεων με λουλούδια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ικεμπάνα στη Βικιπαίδεια