ιμπρέτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιμπρέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ibret < περσική عبرت (ʻibrat) < αραβική عبرة (ʿibra)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιμπρέτι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) το δείγμα
  2. (ιδιωματικό) χατίρι
  3. (ιδιωματικό) για το καλό, για το έθιμο

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014