ινκάντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ινκάντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική incanto publico[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ινκάντο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) δημοπρασία,[2] πλειστηριασμός, κάτι που γίνεται στα φανερά ή δημόσια [1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ινκάντο
|
Επίρρημα
[επεξεργασία]ινκάντο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ινκάντο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- ↑ Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 439.
- ↑ Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.