ιοντισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιοντισμός < ιοντίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ionization)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιοντισμός αρσενικό
- (χημεία) οποιαδήποτε διαδικασία οδηγεί στην πρόσληψη ή την αφαίρεση ενός ηλεκτρονίου από ένα ηλεκτρικά ουδέτερο άτομο ή μόριο και τη μετατροπή του σε ιόν
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιοντισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)