ιριδοκήλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιριδοκήλη | οι | ιριδοκήλες |
γενική | της | ιριδοκήλης | — | |
αιτιατική | την | ιριδοκήλη | τις | ιριδοκήλες |
κλητική | ιριδοκήλη | ιριδοκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιριδοκήλη < ίριδα + κήλη < (άμεσο δάνειο) αγγλική iridocele
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ɾi.ðoˈci.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ρι‐δο‐κή‐λη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιριδοκήλη θηλυκό στον ενικό
- (ιατρική) κήλη της ίριδας του ματιού που προκαλείται, συνήθως, μετά από τραυματισμό του κερατοειδούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)