ισοθερμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοθερμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική isothermie[1] < αρχαία ελληνική ἴσος + θερμ(ός) + -ία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.so.θeɾˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐θερ‐μί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισοθερμία θηλυκό
- η ιδιότητα του ισόθερμου, η διατήρηση της ίδιας / σταθερής θερμοκρασίας παρά τις θερμοκρασιακές μεταβολές του περιβάλλοντος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοθερμία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ {Π:Μπαμπινιώτης 2002}}
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)