ισοπρένιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοπρένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική isoprene < iso- (< αρχαία ελληνική ἴσος) + prop- (< propionic < αρχαία ελληνική πρῶτος + πίων) + -ene (< αρχαία ελληνική -ηνός)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.soˈpɾe.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐πρέ‐νι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισοπρένιο ουδέτερο
- (χημική ένωση) οργανική χημική ένωση (CH2=C(CH3)CH=CH2), που στην καθαρή μορφή της είναι ένα άχρωμο πτητικό υγρό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ισοπρένιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοπρένιο
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημικές ενώσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)