ισοσκελώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοσκελώς < ισοσκελ(ής) + -ώς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.so.sceˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐σκε‐λώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
ισοσκελώς
- με ισοσκέλεια / ισοσκελία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοσκελώς
|