ισοψηφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ισοψηφώ < ισόψηφος +

ισοψηφώ

  • συγκεντρώνω τον ίδιο αριθμό ψήφων με κάποιον άλλον
    οι δύο υποψήφιοι ισοφήφισαν με 42 ψήφους ο καθένας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]